- δεξιωνύμοις
- δεξιώνυμοςrightmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεξιώνυμος — δεξιώνυμος, ον (Α) 1. όποιος έχει αίσιο, ευοίωνο όνομα 2. ο δεξιός («χερσὶ δεξιωνύμοις», Αισχ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + ώνυμος < όνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού όνομα (πρβλ. ανώνυμος, ετερώνυμος, παντώνυμος κ.ά.)] … Dictionary of Greek